-
1 κυριον
(ῡ) τό1) (тж. κ. τῆς πολιτείας Arst.) государственная власть2) закон(τὰ τῆσδε τῆς γῆς κύρια Soph.)
3) власть, господство(κύρια ἔχειν τινός Aesch.)
4) решающий час(ὅτε τὸ κ. μόλῃ Aesch.)
См. также в других словарях:
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek